- προϋποθέτω
- Ν1. υποθέτω εκ τών προτέρων κάτι, θεωρώ κάτι ως δεδομένο2. εξαρτώμαι από μια προϋπόθεση, από έναν όρο («η εκτέλεση τού έργου προϋποθέτει μεγάλες επενδύσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. προϋποτίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Θ. Φαρμακίδη].
Dictionary of Greek. 2013.